κατακαίγομαι

κατακαίγομαι
κατακαίγομαι, κατακάηκα, κατακαμένος βλ. πίν. 162

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αιθαλώ — αἰθαλῶ ( όω) (Α) 1. ρυπαίνω, γεμίζω με καπνό ή καπνιά «μὴ σ’ αἰθαλώσῃ πολύκαπνον στέγος πέπλους» (Ευρ. Ηλ. 1140) 2. παθ. κατακαίγομαι, γίνομαι στάχτη «κλαίων δὲ πάτραν τὴν πρὶν ᾐθαλωμένην» (Λυκόφρων 141). [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰθάλη. ΠΑΡ. αἰθαλωτός] …   Dictionary of Greek

  • καταφλογούμαι — καταφλογοῡμαι (Μ) (επιτ. τ. τού φλογούμαι) κατακαίγομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φλογοῦμαι «καίγομαι»] …   Dictionary of Greek

  • καψοφλογίζομαι — (Μ καψοφλογίζομαι) καίγομαι εσωτερικά, κατακαίγομαι, φλογίζομαι από ερωτικό πάθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάψ α (με συνδετικό φωνήεν ο ) + φλογίζομαι] …   Dictionary of Greek

  • περιφλέγω — ΜΑ παθ. περιφλέγομαι καίγομαι από παντού, κατακαίγομαι μσν. παθ. καταστρέφομαι («βλέφαρα περιπεφλεγμένα ταῑς ῥοαῑς τῶν δακρύων», Ιωάνν. Δαμ.) αρχ. 1. καίω, έχω φλόγες ολόγυρα («τῶν τόπων ἐμπύρων ὄντων καί περιφλεγόντων», Πλούτ.) 2. φλέγω, καίω… …   Dictionary of Greek

  • προσκαταπίμπραμαι — Α κατακαίγομαι επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + καταπίμπραμαι «κατακαίομαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”